- οκρίβαντας
- οτρίποδο για την τοποθέτηση πίνακα, αλλ. καβαλέτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οκρίβαντας — ο (ΑΜ ὀκρίβας) τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο μσν. μτφ. υπερυψωμένος τόπος αρχ. 1. τρισκελές βάθρο στο αρχαίο ξύλινο θέατρο και αργότερα στο Ωδείο, από όπου οι ηθοποιοί απήγγελλαν κατά τη διάρκεια τού… … Dictionary of Greek
ὀκρίβαντας — ὀκρίβας platform masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίποδας — ο, Ν 1. τρίποδο, υποστήριγμα με τρία πόδια 2. (ειδικά) α) ο οκρίβαντας, το καβαλέτο β) ο τρίπους τών αρχαίων μαντείων και ιερών … Dictionary of Greek